σιδηρικυάνιο

σιδηρικυάνιο
το, Ν
χημ. σύμπλοκο ανιόν τού τρισθενούς σιδήρου που απαντά στην σύσταση τών σιδηρικυανούχων αλάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρικυανικός — ή, ό, Ν [σιδηρικυάνιο] φρ. «σιδηρικυανικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, σύμπλοκο οξύ τού τρισθενούς σιδήρου, ελάχιστα σταθερό, που λαμβάνεται μόνον με την μορφή διαλυμάτων του …   Dictionary of Greek

  • σιδηρικυανιούχος — α, ο, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηρικυανικού οξέος που περιέχουν στην σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηρικυανίου (α. «σιδηρικυανιούχα άλατα» τα τέλεια σύμπλοκα άλατα τού σιδηρικυανικού οξέος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”